Είναι μερικές στιγμές στη ζωή του ανθρώπου που γράφονται ανεξίτηλα στο μυελό του μυαλού και των οστών, ίσως και να κληρονομούνται μέσω του DNA.
Μια τέτοια στιγμή είναι όταν καλείσαι να «ξαναδείς» έναν αγαπημένο, να τον «ξανααγγίξεις», μετά την ακούσια παράδοση του, προς εξώφληση του αρχαίου χρέους , στη Μάνα Γή, «εξ ής ελήφθη».
Εκεί αντικρύζεις την αλήθεια της πεπτωκυίας φύσης μας, τον φόβο του θανάτου, την επιθυμία της αθανασίας, την προσμονή μιας συνάντησης.
«Αχ, να σε βρω, αχ, να σε βρω ,μόνο για λίγο να σε δων' ακούσω τη σκιά σουνα μου φωνάζει γεια σου»
Πάνω στα σπασμένα μάρμαρα ενός τάφου,στο φρεσκοσκαμμένο χώμα του ,πάνω στα απομεινάρια του φέρετρου ,των ενδυμάτων και του κάποτε θαλερού σώματος , με το βλέμμα καρφωμένο στις άδειες κόγχες των ματιών, που μόλις πριν λίγο καιρό ήταν γεματες φως, έρχεσαι αντιμέτωπος με το αρχετυπικό ερώτημα της συνείδησης: «μα ποιος είμαι λοιπόν και πού πάω ;».
Μέχρι να σε συνεπάρει ξανά το μαγγανοπήγαδο της καθημερινότητας ...
Kαι να ξεχάσεις  τόσο την τραγικότητα, όσο και  το μεγαλείο της ανθρώπινης υπαρξιακής αναζήτησης.

Εμνήσθην του προφήτου βοώντος.
Εγώ είμι γη και σποδός
και πάλιν κατενόησα εν τοις μνήμασι
και είδον τα οστά
τα γεγυμνωμένα και είπον.
Άρα τις έστι
βασιλεύς η στρατιώτης
ή πλούσιος ή πένης
ή δίκαιος ή αμαρτωλός;
Αλλ' ανάπαυσον, Κύριε,
μετά δικαίων τους δούλους σου
ως φιλάνθρωπος.